- αιματοκήλη
- Συσσώρευση αίματος μέσα σε ένα μικρό μέρος του σώματος, στους ανθρώπους και στα ζώα. Η α. προκαλείται συνήθως από τραυματισμό του οσχέου ή από χρόνιες αιμορραγικές μολύνσεις των όρχεων. Διογκώνεται τότε το όσχεο των όρχεων και αιμορραγεί εσωτερικά. Θεραπεύεται με τοπικά επιθέματα παγοκύστης και ανάπαυση. Στις δύσκολες περιπτώσεις συνιστάται χειρουργική επέμβαση.
Dictionary of Greek. 2013.